- τρυφερότητος
- τρυφερότηςluxuryfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANTIPHANES Syrnaeus — vel Rhodius, Comicus mediae Comoediae, vixit Olymp. 93. De Pythagoricorum victu egit, teste Athenaeô l. 4. c. 16. Idem εν Α᾿νταιῳ περὶ τῆς τῶ φιλοσόφων τρυφεροτητος διαλεγόμενος citatur ab eodem Athenaeo l. 12. c. 2. Fuêre autem praeter hunc… … Hofmann J. Lexicon universale
τρυφερότητα — η / τρυφερότης, ητος, ΝΜΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού τρυφερού, τρυφεράδα, απαλότητα 2. μτφ. α) στοργή β) ευσπλαγχνία γ) το να είναι κάποιος συναισθηματικός ή ευαίσθητος 3. στον πληθ. οι τρυφερότητες μτφ. ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα αρχ.… … Dictionary of Greek